- φαικάσιον
- φαικ-άσιον [pron. full] [ᾰ], τό, = foreg., Eratosth.9, Wilcken Chr.20 iii 7 (ii A. D.), App.BC5.11, Plu.Ant.33, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαικάσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικάσιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τ. τού φαικάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα ά σιον (πρβλ. γυμν άσιον)] … Dictionary of Greek
φαικασίοιο — φαικάσιον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικασίοις — φαικάσιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικασίου — φαικάσιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)